ἀνύφαντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνύφαντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνύφαντος ἐπίθ. Πελοπν. (Αἴγ.) - Λεξ. Αἰν. ἀνύφαντους Μακεδ. (Βέρ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) ἀνύφαdους Θεσσ. ἀΰφαντος Ἤπ. ἀΰφαντους Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) ἄυφαντος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀγύφαντος Παξ. ἀνύφαστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀΰφαστους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνύφαιστος Πόντ. (Κερασ.) ἄφαντος Εὔβ. (Κονίστρ.) Μῆλ. ἄφαdος Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἄφαε Τσακων. ἄφαιστος Πόντ. (Κερασ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνύφαντος Πβ. Corpus glossar. Latin. (ἔκδ. GGoetz 1, 598 ἐν λ. intextus). Οἱ τύπ. ἀνύφαιστος καὶ ἄφαιστος ἐκ τοῦ ἐνεστ. ὑφαίνω -᾽φαίνω κατ᾽ ἄλλα εἰς -στος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑφανθεὶς ἔνθ’ ἀν.: ᾽Ανύφαντο εἶν᾿ ἀκόμη τὸ παννὶ ποῦ θὰ κάμω τὰ προικιˬὰ τῆς δυχατέρας μου Αἴγ. Ἔχω ’κόμα τὸ παννὶ ἄφαντο Κονίστρ. Ἔχω δυˬὸ παντανίες ἀκόμ᾿ ἀΰφαντες Ἤπ. || Παροιμ. Ἄγνιστα κιˬ ἀνύφαντα ᾽ς τὴ τέμπλα κριμασμένα (ἐπὶ τῶν μὴ ἐξεταζόντων ἀκριβῶς τὰ πράγματα. (τέμπλα = δοκὸς) Στερελλ. (Εὐρυταν.) Συνών. ἀξύφαντος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA