ἀνύχτωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνύχτωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνύχτωτος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 126 - Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνύκτερος) Βλαστ. ἀνύχτουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νυχτωτός<νυχτώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καταληφθεὶς ὑπὸ τῆς νυκτός, ὁ μὴ νυκτωθείς Ἤπ. (Ζαγόρ.): ᾽Εφύγαμαν ἀνύχτουτ’. 2) Ὁ ἄνευ νυκτός, ὁ μὴ ἔχων νύκτα, ἀνέσπερος ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Γαζ.: ᾿Ανύχτωτη ἡμέρα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA