ἀνώδυνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνώδυνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνώδυνο τό, Μακεδ. (Νάουσ.) Μύκ. ἀνώδυνου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀνώδυνος.
Σημασιολογία
1) Εὐῶδες φυτὸν μὲ μονοπέταλον ἄνθος Μακεδ. (Νάουσ.) 2) ᾿Απόσταγμα γλήχωνος Μύκ. 3) Αἰθήρ, τὸ καταπραϋντικὸν κατὰ τῶν πόνων φάρμακον Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA