ἄσπλαχνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσπλαχνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄσπλαχνα ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπλαχνος. Παρὰ Σομ. τύπ. ἄσπλαγχνα.
Σημασιολογία
Ἀνηλεῶς, ἀνοικτιρμόνως, σκληρῶς: Ἔδειρα τὸ παιδί μου ἄσπλαχνα σύνηθ. Κορμοὶ κομμένοι ἄσπλαχνα ἀπὸ τὸ σκεπάρνι τοῦ ὑλοτόμου ΠΝιρβάν. ᾿Αγριολούλ. 117. Συνών. ἀσπλάχνητα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA