ἀσπούδαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπούδαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπούδαστος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Ποντ. (Οἰν.) ἀσπούδαχτος Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. ἀσπούταχτος Θήρ. ἀσπούδαγος ἐνιαχ. ἀσπούδαος Μύκ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀσπούδαστος=ὁ μὴ μετὰ σπουδῆς ζητούμενος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σπεύδων, ὁ μὴ βιαζόμενος Θήρ. Πόντ. (Οἰν.) Ἀντίθ. σπουδαχτικός. 2) Ὁ μὴ ἐκπαιδευθεὶς καὶ δὴ ὁ μὴ μαθὼν ἐπιστήμην τινά, ἀπαίδευτος, ἀμαθὴς λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Γιˬὰ νὰ σπουδάσῃ ὁ ἀδερφός μου ἔμεινα ἐγὼ ἀσπούδαστος. Μὴν ἀφίνῃς τὰ παιδιˬά σου ἀσπούδαστα, γιˬατὶ θὰ μετανο͜ιώσῃς λόγ. κοιν. β) Ὁ μὴ συνηθισμένος εἰς τὴν διαφθορὰν τῆς κοινωνίας, ἀπονήρευτος πολλαχ. ᾿Εγὼ δὲν τὸ θέλω ἀσπούδαστο τὸ παιδί, θέλω νὰ ξέρῃ τὴ ζωή. Γιˬὰ ἀσπούδαστη τὴν περνᾷς;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA