ἀσπράγγουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπράγγουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπράγγουρο τό, Πόντ. (Ὄφ.) –ΛΟἰκονομίδ. Ὁδηγὸς λαχανοκηπ. 53.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. ἀγγούρι.
Σημασιολογία
1) Εἶδος σικυοῦ, παραλλαγὴ τῶν κιτρίνων σικυῶν Ὁλλανδίας, μὲ φλοιὸν ὀλίγον ζαρωμένον καὶ ὑπόλευκον καὶ σάρκα ὑποπράσινον ΛΟἰκονομίδ ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ λευκάζων ὥριμος σικυὸς ὁ πρὸς σπορὰν φυλαττόμενος Ποντ. (Ὄφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA