ἀσπρειδερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρειδερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσπρειδερὸς ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀσπρειερὸς Ρόδ. ἀσπροδερὸς Ἤπ. Πελοπν. (Μὰν.) –ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 174 –Λεξ. Αἰν. ἀσπρουδερὸς ΑΡουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Λυκ. (Λιβὐσσ.) Μῆλ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Λακων. Μάν.) κ.ἀ. –ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 94 ΓΨυχάρ. Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 428 –Λεξ. Ψύλλ. 154 Περίδ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀσπρουδιρὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν.) Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀσπρουερός Ρόδ. ἀσπραδερὸς Ἤπ. (Δρόβιαν.) -Λεξ. Αἰν. Θηλ. ἀσπρουδέρα Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος, τοῦ οὐσ. εἶδος καὶ τῆς καταλ. –ερός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων τὸ εἶδος κἄπως λευκόν, ὑπόλευκος ἔνθ’ ἀν: Ἀσπρουερὴ πέτρα Ρόδ. Σελήνη ἀσπρειδερὴ ΔΒουτυρ Διωγμέν. ἀγάπ. 9. Τὸ μουστάκι του μαῦρο, ἀσπρουδερὴ οὔτε μιὰ τρίχα ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. Ἀσπρουδερὰ καὶ ὁλόχαρα τά κουνελλάκια ἔβοσκαν... μέσ’ ’ς τὸ νησὶ ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾌσμ. Μελαχρινή, τὰ κάλλη σου ἐχτὲς τὰ διˬαλαλοῦσαν, τὸ ᾿κοῦσαν οἱ ἀσπρειδερὲς κ᾿ ἠπέσαν κ’ ἠρρωστῆσαν Ἰων. (Κρήν.) Ψηλόλιγνη ἦταν ’ς τὸ κορμὶ κιˬ ἀσπρουδερὴ ’ς τὰ κάλλη, εἶχε τὰ μάτια σὰν ἐλα͜ιες, τὰ φρύδιˬα σὰ γαιˬτάνι (ἐκ μοιρολ.) Μάν. –Ποιημ. Τ᾽ ἀσπροδερὸ περιγιˬάλι τῶν βράχων ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀσπρᾶτος 1, ἀσπρειδής, ἀσπρέλλικος, ἀσπριˬάρις 1, *ἀσπρινιˬᾶτος, ἀσπρουλλός, ἀσπρωτός. 2) Τὸ θηλ. ἀσπρουδέρα οὐσ., χῶμα ἀργιλλῶδες ὑπολεύκου χρώματος Λεξ. Δημητρ. Συνων. ἰδ. ἐν λ. ἀσπρογῆ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/