ἀσπρένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπρένω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀσπρύνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀσπρύν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος.

Σημασιολογία

Λευκαίνω ἔνθ’ ἀν. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι λευκὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἐσπρυνεν ἡ χρά ’τ’ (ἡ χροιά του) Τραπ. Ἔσπρυναν τὰ μαλλία μ’ αὐτόθ. ᾿Εσύ πα θὰ γίνεσαι καὶ καλὸν νυφόπον θά γίνεσαι, ἄμαν ἀστ’ ἀσπρύν’ τ’ ἐμὸν ἡ καρδία κ’ ὕστερα (ἐνν. ἀφοῦ γηράσω) Πόντ. Ἡ γενειάδα ἔσπρυνε αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπρίζω Α 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/