ἀσπριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπριˬὰ ἡ, πολλαχ. ἀσπρία Ζάκ. ἀσπριγιˬὰ Κρήτ. Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. ἀσπριγιˬὰ καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Δ 905 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
1) Λευκότης ἔνθ’ ἀν.: ἡ ἀσπριὰ τοῦ τοίχου-τοῦ προσώπου-τοῦ ρούχου κττ. πολλαχ. || Φρ. Ἡ ἀσπριˬὰ τὸν ξεπῆρε! (ἐπὶ μελαχρινοῦ κατ’ ἀντίφρ.) Χίος Μὰ τέτο͜ιαν ἀσπριˬὰν ποῦ τὴν ἔχει! αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἔχεις τοῦ ἥλιˬου τοῖς ἀσπριές, τοῦ φεγγαριˬοῦ τὸ ρέγκι Πελοπν. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. ἔνθ᾽ ἀν. «νά ρθῃ ’ς τὴν πρώτην τ’ ἀσπριγιά, νά ’ρθῃ ’ς τὰ πρῶτα κάλλη». Συνών. ὶδ. ἐν λ. ἀσπράδα 1. 2) Λευκὴ γῆ, λευκὸν χῶμα Πελοπν. (Σουδεν. Συκεˬὰ Κορινθ. Φεν. κ.ἀ.): Εἶναι ἀσπριˬὰ τὸ χωράφι Φεν. Τώρα τ᾿ ἀσπρίζουμε μ’ ἀσπριˬὰ τ᾿ ἁλώνια Συκεˬὰ Κορινθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κορινθ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Λεξ. Βλαστ 379, ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. Ἀσπριˬὲς Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA