ἀσπρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσπρίζω κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἀσπρίτζω Ἀπουλ. ἀσπρίντζω Πάτμ. Σίφν. ἀσπρίζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀπρίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾽σπρίζ-ζω Κάλυμν. ἀπριˬῶ Σύμ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀσπρίζω.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Λευκαίνω ἔνθ’ ἀν.: Ἔτριψα κιˬ ἄσπρισα τὸ πάτωμα. Ἀσπρίζω τ᾿ ἀμύγδαλα-τὸ κερὶ κοιν. Ἔσπριξα τὰ σανίδ Ὄφ. Ἡ στάχτη ἀσπρίζει τ’ ἀdόδιˬα (τὰ δόντια) Κρήτ. ‖ Φρ. Ἀσπρίζω τὸ τσικάλι (ἐπαλείφων αὐτὸ διὰ λευκοῦ χώματος μετὰ τὴν πρώτην ὄπτησιν) Σίφν. Ἀσπρίζω τὸ βούτυρο (τὸ δουλεύω ὥστε νὰ γίνῃ λευκὸν) Ἀθῆν. κ.ἀ. Τ᾿ ἄσπρισε τὰ γένε͜ια του ὁ ἅις Νικόλας (ἐχιόνισε ὁ Δεκέμβριος) Ἤπ. Τ’ ἄσπρισε τὰ γένε͜ια του ὁ Φλεβάρις (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Εὔβ. Ὁ ταρσανᾶς καὶ τὸ χτήριˬο ἀσπρίζου dὰ γένε͜ια (αἱ οἰκοδομαὶ συνεπάγονται μεγάλας φροντίδας) Θήρ. (Οἴα) Γυρεύ’ ν᾽ ἀσπρίσ’ τοὺν Ἀράπ᾿ (ματαιοπονεῖ) Σάμ. ᾿Ασπρίζω τὸν δεῖνα (ψηφίζω ὑπὲρ αὐτοῦ) σύνηθ. Τ’ ἄσπρισε (κατ’ ᾶντίφρ. ἐπαίσχυντα ἔπραξε) Λεξ. Αἰν. Τώρα τ᾿ ἀσπρίσαμε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (κάμπος Λακων.) Καὶ ἀμτβ. γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι ἔνθ’ ἀν.: Τὰ ροῦχα ἀσπρίζουνε μόνο ᾿ς τὴν μπουγάδα. Ὅπο͜ιος κάθεται ὅλο μέσα ἀσπρίζει κοιν. || Φρ. Ἄσπρισε τὸ μάτι μου (βαρέθηκα) πολλαχ. Ἄσπρισαν τὰ μάτια μ᾿ (ἐφοβήθην πολὺ) Λέσβ. Ἀσπρίζει ὁ φοῦρνος (γίνεται καλὸς διὰ τὸ φούρνισμα) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κορινθ. Παππούλ.) || Γνωμ. Ὅπου μαῦρος γεννε͜ιέται ποτέ του δὲν ἀσπρίζει Ζάκ. || Αἴνιγμ. Τὰ βουνὰ ἀσπρίσανε, τὰ δυˬὸ τρία γινήκανε (ὁ γέρων) σύνηθ. Συνών. ἀσπρένω, *ἀσπρινιˬάζω. β) Ἀποχρωματίζω κοιν.: Τὰ σκοῦρα ροῦχα τ’ ἀσπρίζει ἡ μπουγάδα. Πουκάμισο ἀσπρισμένο. Τέντα ἀσπρισμένη. Καὶ ἀμτβ. ἀποβάλλω τὸ χρῶμα, ἀποχρωματίζομαι κοιν.: Τὸ πουκάμισο ἄσπρισε ἀπὸ τῆν μπουγάδα κοιν. Ἡ τέντα μου ἄσπρισε ἀπὸ τὸν ἥλιˬο Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀσπρογανιˬάζω 2, ἀσπροθωριˬάζω, ἀσπροθωρίζω, ξασπρίζω, ξεθωριˬάζω, ξεθωρίζω. 2) Ἐπιχρίω δι’ ἀσβεστοκονιὰματος, ἀσβεστώνω κοιν.: Ἀσπρίζω τὸν τοῖχο-τὴν αὐλὴ-τὴ μάντρα-τὸ σπίτι-τὸ χαγιˬάτι κττ. Κουζίνα ἀσπρισμένη. Συνών. ἀλείφω Α3, ἀσβεστώνω1, ἀσπρογε͜ιάζω, γαλαχτίζω, χρίω. Β) Ἀμτβ. 1) Λευκαίνομαι τὴν κόμην, πολιοῦμαι ἔνθ’ ἀν.: ᾿Απὸ τὰ βάσανα ἄσπρισε πρὶν νά ᾿ρθῃ ἡ ὥρα του κοιν. Ἔσπριξε ὁ πρόσωπος ἀτ’ (τὸ γένειον καὶ ὁ μύσταξ αὐτοῦ) Ὅφ. ‖ Φρ. Ἀσπρίσανε τὰ μαλλιˬά του καὶ νοῦ δὲν ἔβαλε κοιν. Ν’ ἀσπρίσῃς καὶ νὰ γεράσῃς μὲ τὰ παιδιά σου! (εὐχὴ κατὰ τὴν ἀγορὰν οἴκου) Ἀθῆν. Ν’ ἀσπρίσῃς σὰν τ’ βαμπακεˬά, σὰν τ’ ζαρκαδιˬοῦ τ᾽ν οὐρά! (εὐχὴ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾎσμ. Νὰ ζήσῃς χρόνους ἱκατὸ κι’ νὰ τοὺς ἀπιράσῃς, ν᾽ ἀσπρίσῃς σὰν τοὺν Ἔλυμπου σὰν τ’ ἄσπρου πιριστέρι Μακεδ. (Σιάτ.) Ἐγέρασες παράτσαιρα τσ᾽ ἐσπρίσαν τὰ μαλλιˬά σου τσαὶ γνῶσι δὲν ἐφύλαξες νὰ βρῇς ᾿ς τἀ γερατε͜ιά σου Μεγίστ. Πβ. ψαρένω. β) Γηράσκω σύνηθ.: Φρ. Ἄσπρισε καὶ νοῦ δὲν ἔβαλε σύνηθ. Νὰ ζήσῃς, ν’ ἀσπρίσῃς, γαμπρέ! (εὐχὴ πρὸς νεόνυμφον) Θεσσ. (Πορταρ.) 2) Φαίνομαι λευκός, διακρίνομαι ἐκ τῆς λευκότητός μου κοιν.: Ὁ τοῖχος-τὸ βουνὸ-τὸ χωριˬὸ ἀσπρίζει. Κἄτι ἀσπρίζει εἰς τὸ βάθος κοιν. Ἀπάνω ’ς ἕνα ψηλωματάκι ἀσπρίζει τὸ ρημοκκλήσι (’Ελεύθερον Βῆμα 20 Ἰουνίου 1934) Ἄσπριζε ὅλο τὸ μέρος ἀπ᾿ τὴ στάχτη ΔΒουτυρ. Μὲς στοὺς ἀνθρωποφ. 131 || Ποιημ. Φαίνεται τώρᾳ κιˬ ὁ γιˬαλός, φαίνονται τ᾿ ἀκρωτήριˬα, ἀσπρίζουν καὶ τοῦ χωριˬοῦ ἀπομακρὰ τὰ χτήριˬα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 166. Συνών. ἀσπροβολῶ, ἀσπρολογῶ. 3) Ὠχριῶ σύνηθ.: Ἄσπρισε ἀπὸ τὸ φόβο του σύνηθ. Ἡ Γεωργία κοκκίνισε κ’ ὕστερα ἄσπρισε ΓΞενοπ. Κατήφ. 71. Συνών. ἀσπρογανιάζω 3, χλομιˬάζω. 4) Κατὰ γ΄ πρόσωπ., ὑποφώσκει, χαράζει Πελοπν. (Κόκκιν.): Ἀρχίνισε κιˬ ἀσπρίζει. Συνών. ἀποδιˬαφωτίζω, χαράζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA