ἀσπρισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπρισιˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἄσπρισα ἀορ. τοῦ ρ. ἀσπρίζω.
Σημασιολογία
Ἄσπρισμα 2, ὃ ἰδ.: Θέλει ἀκόμα μιˬὰ ἀσπρισια τὸ ταβάνι γιˬὰ νὰ σκεπαστοῦν τὰ μερεμέτιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA