ἀσπροβάλσαμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροβάλσαμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπροβάλσαμο τό, Θχελδράιχ. 72 –Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. βάλσαμο. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΜΣτεφανίδ ἐν Λαογρ. 10 (1929/32) 205.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν καλαμίνθη ἡ πολιὰ (calamintha incana) τοῦ γένους τοῦ ὀριγάνου (origanum) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae), ὁ τῶν ἀρχ. ἕρπυλλος, ὅμοιος πρὸς τὸν γλήχωνα καὶ τὸν ἐλελίφασκον. Συνών. ἀγριοβασιλικός 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA