ἀσπρογάνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρογάνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπρογάνισμα τό, ἀμάρτ. ἀσπρογάλισμα Παξ. –Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀσπρογανίζω, παρ᾿ ὃ καὶ ἀσπρογαλίζω.

Σημασιολογία

Τὸ ὑπόλευκον χρῶμα ἰδίᾳ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης ὅταν καλύπτεται ὑπὸ λευκῶν ἀφρῶν. Συνών. ἰδ. ἑν λ. ἀσπρογανιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/