ἄνω-κάτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνω-κάτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄνω-κάτω ἐπίρρ. κοιν. ἄνου-κάτω Κρήτ. ἄνου-κάτου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Ζάκ. Πόντ. (Κερασ.) Τσακων. ἄνου-κὰ Πόντ. (Σάντ.) (ἄν’-κάτ’ Μακεδ. Σὰμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄνι-κάτ’ Λῆμν. ἄν᾽-κὰ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) τὰνου-κὰτου Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιρρ. ἄνω καὶ κάτω.
Σημασιολογία
1) Ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, τῇδε κακεῖ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων: Τρέχει ἄνω-κάτω κοιν. Πάγω κ᾿ ἔρχομαι ἄν᾿-κὰ Τραπ. Ἔκι τάχου τάνου-κάτου (ἔτρεχεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ) Τσακων. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. ’Αριστοφ. Λυσ. 708 «κακῶν γυναικῶν ἔργων καὶ θήλεια φρὴν | ποιεῖ μ’ ἀθυμεῖν περιπατεῖν τ᾽ ἄνω κάτω». 2) Περίπου Τσακων.: Εἶνι τάνου-κάτου πέντε. Συνών. ἀπάνω-κάτω. 3) ᾿Ανάστροφα, ἀνάποδα Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Λέσβ κ.ἀ.: Ἄνου-κάτου φουρεῖς τοὺ ροῦχου σ᾿ Αἶν. Ἦρθα κ᾿ ηὗρα τὸ κοφίνι ἄνου-κάτω βαρμένο Κρήτ. ᾿Αποὺ τοὺ βιˬασμό μ’ ἔβαλα τ᾿ς σκάρτσις μου ἄνου-κάτου Λέσβ. || Φρ. Ἄνου-κάτου γράμματα (ἐπὶ ἰδιοτρόπων ἀνθρώπων) αὐτόθ. 4) Φύρδην μίγδην κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἔκαμε τὸ σπίτι ἄνω-κάτω κοιν. ᾽Εποίκεν τ᾽ ὁσπίτ’ ἄν᾽-κὰ Χαλδ. || Φρ. Μᾶς ἔκαμε ἄνω-κάτω (μᾶς ἀνεστάτωσε). Ἄνω-κάτω γίνηκε ὁ κόσμος (ἀνεστατώθη) κοιν. ᾿Επῆγα ᾿ς τὸ λείψανο κ᾽ ἐγίνηκα ἄνου-κάτω (ἐταράχθην) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 194 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ὁποῦ ᾽βαλε τῆς Αρετῆς τὸν ὀμυαλὸ ἄνω κάτω». 5) Συγχρόνως, μαζὶ Πόντ. (Κοτύωρ): Μετ᾿ ἐμὲν ἄν᾽-κά ἔρθε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA