ἀξαγκωνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξαγκωνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀξαγκωνίζω Κύπρ. ᾽ξαγκωνίζω Κάρπ. ᾿ξαgωνίζω Θήρ. Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐξαγκωνίζω.
Σημασιολογία
Ἀξαγκωνιˬάζω, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Δένου καὶ ᾽ξαγκωνίζου το κ᾿ εἰς τ᾿ ἄρbουρο κρεμ-μοῦ το (δένουν κτλ.) Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA