ἀξανάρτυστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξανάρτυστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξανάρτυστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀξανάρτ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξαναρτυστός<ξαναρτύνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ τρώγων πασχαλινὰ φαγητά. Συνών. ἀμαντζίριστος 1, ἀμύλωτος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA