ἄξαντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄξαντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄξαντος ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) Κῶς - Λεξ. Μπριγκ. ἄξαdος Σύμ. ἄξαdους Εὔβ. (Στρόπον.) ἄξαστος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἄαστος Πελοπν. (Λακων.) ἄξαγος Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ξαντὸς<ξαίνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ξανθείς, ἐπὶ ἐρίου, βάμβακος κττ. ἔνθ’ ἀν.: Μαλλιˬὰ ἄξαντα Κονίστρ. Ἄξαdου μαλλὶ Στρόπον. Συνών. ἀλανάριστος 1, ἀλάναρος, ἀξάγκλυστος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/