ἀξαστέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξαστέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξαστέρωτος ἐπίθ. Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξαστερωτὸς<ξαστερώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ αἴθριος, ἐπὶ οὐρανοῦ, καιροῦ ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ μήπω καταστὰς διαυγὴς Μ.’Εγκυκλ.: ᾿Αξαστέρωτο νερό, κρασί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA