ἀξαφνιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξαφνιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀξαφνιˬὰ ἡ, Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Καλαβρυτ. Κορινθ. Λάστ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀξαμνιˬὰ Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Τριφυλ.) ἀξάφνιˬα Πελοπν. (Λάστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄξαφνος. Διὰ τὸ ἀξαμνιˬὰ ἰδ. ἄξαφνα.
Σημασιολογία
Αἰφνίδιον κακόν, ἀπροσδόκητον δυστύχημα ἔνθ’ ἀν.: Τί ἀξαφνιˬὰ ἤτανε τούτη ποῦ τῆς ἦρθε τῆς κακομοίρας! Τριφυλ. Τοὺν ηὖρι ἀξαφνιˬὰ τρανὴ Αἰτωλ. Οὑ Θεˬὸς νὰ φυλάῃ ἀπ τ᾿ς ἀξαφνιˬές! (εὐχὴ) αὐτοθ. || Φρ. ’Αξαφνιˬὰ νὰ σοῦ ᾽ρθῃ! (ἀρὰ) ᾽Αρκαδ. Καλάβρυτ. κ.ἀ. Συνών. ἄγνωστο (ἰδ. ἄγνωστος Α2), ἀκάτεχο (ἰδ. ἀκάτεχος 4), ἀνανάμονον (ἰδ. ἀνανάμενος 2), ἀναπάντεχο (ἰδ. ἀναπάντεχος 2), ἄξαφνο (ἰδ. ἄξαφνος 2), ξαφνικό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA