ἄξαφνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄξαφνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄξαφνος ἐπίθ. σύνηθ. ἄξαφνους βόρ. ἰδιώμ. ἄξαφνε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄξαφνα. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾶ. 25 (1913) 283.
Σημασιολογία
1) Αἰφνίδιος, ἀπροσδόκητος σύνηθ.: Ἄξαφνος ἐρχομὸς - θάνατος κττ. σύνηθ. Ἦρθαν ’ς τοὺ χουριˬὸ ἄξαφ’ (ἄξαφνοι, χωρὶς νὰ τοὺς περιμένῃ κἀνεὶς) Ζαγόρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπάντεχος. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., αἰφνίδιον κακὸν Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.) Τσακων.: Φρ. Ἄξαφνο θενὰ σὲ βρῇ! (ἀρὰ) Μάν. Ἄξαφνο νὰ σὄρθῃ! (ἀρὰ) Βούρβουρ. Ἄξαφνε νά ντι μόλῃ! (νὰ σοῦ ἔλθῃ) Τσακων. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀξαφνιˬὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA