ἀξεβοτάνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεβοτάνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεβοτάνιστος ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεβοτανιστὸς<ξεβοτανίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀπαλλαγείς, ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ τὰ ζιζάνια, ἄγρια παράσιτα χόρτα, ἐπὶ ἀγρῶν ἔνθ’ ἀν.: ’Αξεβοτάνιστο ἔχου τὸ χωράφι Κονίστρ. Συνών. ἀβοτάνιστος 1, ἀξεχορτάριˬαστος, ἀξεχόρτιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/