ἀξεγέλαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεγέλαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεγέλαστος ἐπίθ. Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνέντευκτος).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεγελαστὸς<ξεγελῶ.
Σημασιολογία
᾿Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀπατήσῃ. Συνων ἀγέλαστος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA