ἀξεγόνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεγόνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεγόνιˬαστος ἐπίθ. Κρήτ. (Βιάνν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεγονιˬατός<ξεγονιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου οἱ γόνοι δὲν ἐξεπούλλιασαν, μένουν ἀκόμη ἐντὸς τῶν κηρηθρῶν τοῦ μελισσιοῦ : Ἡ πίττα εἶναι ἀξεγόνιˬαστη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/