ἀξεδιˬάλεχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεδιˬάλεχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεδιˬάλεχτος ἐπίθ. Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ.Βλαστ. Πρω Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεδιˬαλεχτὸς<ξεδιˬαλέγω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ τὰ σκύβαλα, ὁ μὴ ὑποστὰς διαλογὴν: Στάρι ἀξεδιˬάλεχτο Μ.᾿Εγκυκλ. Ἀξεδιˬάλεχτη φακῆ αὐτόθ. Συνών. ἀδιˬάλεχτος 1, ἀκόκκιστος, ἀξεδιˬάλυτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA