ἀξεδιˬάλυτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεδιˬάλυτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεδιˬάλυτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀξεδιˬάλυστος ΓΨυχάρ.Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 297
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεδιˬαλυτός<ξεδιˬαλύνω.
Σημασιολογία
1)᾽Ανερμήνευτος, ἀνεξήγητος, συνήθως ἐπὶ ὀνείρων σύνηθ.: Αὐτὸ τὸ ὄνειρο ἔμεινεν ἀξεδιˬάλυτο σύνηθ. Ἦταν ἕνα ἀξεδιˬάλυτο μυστήριοΚΘεοτόκ. Σκλάβ. 280 Ἄς προσπαθήσουμε... νὰ ξεδιˬαλύσουμε τ᾽ ἀξεδιˬάλυτα ΓΨυχάρ. Ἁγν. 146 Συνών ἀδιˬάλυστος 3. 2)᾿Αξεδιˬάλεχτος, ὃ ἰδ., Πελοπν (Κορινθ.): Ἔχω τὸ στάρι ἀξεδιˬάλυτο, θέλω νὰ τὸ ξεδιˬαλύνω γιˬὰ νὰ πά’ ν᾿ ἀλέσω. β) Ἀδιύλιστος, Πελοπν. (Λακων.) : Τὸ λᾴδι εἶναι ἀξεδιˬάλυτο.3) ᾿Αδιαχώριστος, δυσδιάβατος ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ.266 : Διˬάβηκε πυκνὰ καὶ ἀξεδιˬάλυτα . . . δάση.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA