ἀξεθηλύκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεθηλύκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεθηλύκωτος ἐπιθ. Κεφαλλ. Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεθηλυκωτὸς<ξεθηλυκώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ξεθηλωκυθείς θηλυκωμένος Παξ.:Ἔχει τὶ φόρεμά της ἀξεθηλώκωτο. Ἀντίθ. ἀθηλήκωτος 1. Πβ. ἀξεκούμπωτος. 2) Ὁ μὴ ἐκτυλιχθεὶς ὁ μὴ ἀνοιχθεὶς Κεφαλλ. : Ἐκουβάλησε σπίτι του τὸ πακέττο ἀξεθηλύκωτο ὅπως τοῦ τό 'δωκα. Ἀντίθ. ἀθηλύκωτος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/