ἀξείκαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξείκαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξείκαστος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. ’Ασάλ. ζωὴ2 142.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *᾿ξεικαστὸς<’ξεικάζω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωφ. πρᾶξ. Ε στ. 338 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐξεικασθῆ, ἀφάνταστος: Ποίημ. Στεφάνιˬα πλέκει καὶ τ᾿ἀχνὰ κεφάλιˬα στεφανώνει τὰ ποτισμένα ἀφιˬόνι, ποῦ ἀξείκαστο ἕνα θάμπωμα κιˬ ἀξήγητο τὰ δένει μὲ ζῆσι ψευτισμένη. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωφ. ἔνθ' ἀν. «μ’ ὅλον ἐτοῦτο βάνοντας ᾿ς τὸ λογισμό μου πάλι | τὸν πόνο τὸν ἀξείκαστο, τὴν πρίκα τὴν μεγάλη».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/