ἀξεπλέρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεπλέρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεπλέρωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀξεπλέρουτος Εὔβ. (Κονίστρ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεπλερωτὸς<ξεπλερώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐξοφληθεὶς τελείως ἔνθ’ άν. : Το’ ’χω ἀκόμα τὸ χρέος μου ἀξεπλέρωτο σύνηθ. 2) ᾿Ανανταπόδοτος Εὔβ. (Κονίστρ.): Τὸ καλὸ ποῦ μοῦ καμες δὲ θὰ σ’ τ’ ἀφήσω ἀξεπλέρουτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/