ἀξερρώγιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξερρώγιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξερρώγιˬαστος ἐπίθ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξερρωγιˬαστὸς<ξερρωγιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἐκ τῶν ἱστῶν ἀράχνης : Ἀξερρώγιˬαστοί ’ν’ ἀκόμα οἱ τοῖχοι. Συνών. ἀξαράχνιˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/