ἀξεσήκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεσήκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεσήκωτος ἐπίθ. Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ᾿ξισήκουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεσηκωτὸς<ξεσηκώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ μετακινηθεὶς τῆς θέσεώς του, ὁ μὴ μετατοπισθεὶς ἔνθ’ ἀν. : ᾿Απ᾿ τοὺ πουρνὸ ὥς τοὺ βράδ’ τοὺν ἔχου ’δῶ ᾿ξισήκουτου Ζαγόρ. 2) Ὁ μὴ ξεσηκωθεὶς εἰς ἀντίγραφον, ὁ μὴ ἀντιγραφεὶς Λεξ. Μ.᾽Εγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA