ἀξεσταύρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεσταύρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεσταύρωτος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεσταυρωτὸς<ξεσταυρώνω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος που δεν ξεσταυρώθηκε εκ του ἀργαλει͜οῦ, ἐπὶ ὑφαινομένου παννίου τοῦ ὁποίου δεν ἐτελείωσεν ἡ ὕφανσις: ’Αξεσταύρωτο παννί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/