ἀξεστάχυˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεστάχυˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεστάχυˬαστος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ.*ξεσταχυˬαστός<ξεσταχυˬάζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκεῖνος ποῦ δὲν ἔβγαλεν ἀκόμη στάχυς, ἐπὶ δημητριακῶν σύνηθ. : Τὸ σπαρτό μου εἶναι ἀξεστάχυˬαστο σύνηθ. Κατ᾿ ἐπέκτασιν δὲ καὶ ἐπὶ ἀγροῦ Πελοπν Κορινθ.: Τὸ χωράφι εἶναι ἀκόμη ἀξεστάχυˬαστο. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ὥριμος, ἐπὶ κορασίων τῶν ὁποίων οἱ μαστοὶ δὲν ἀνεπτύχθησαν ἀκόμη καὶ ἐπὶ παιδίων σύνηθ.: Παιδὶ ἀξεστάχυˬαστο. 3) Ὁ μὴ παρακμάσας, ὁ ἀκμάζων ἔτι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.): Αὐτὴ εἶναι ἀξεστάχυˬαστη, κρατει͜έται ἀκόμα. Κόρη ἀξεστάχυˬαστη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA