ἀξεσυνερισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεσυνερισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀξεσυνερισιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Αἴγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ξεσυνερισιˬά.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ κρίνῃ τις κἀνένα ἄξιον προσοχῆς καὶ ἀπαντήσεως: Ἡ ἀξεσυνερισιˬὰ γι’ αὐτὸν εἶναι τὸ καλύτερο πρᾶμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA