ἀξεσυνέριστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεσυνέριστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀξεσυνέριστα ἐπίρρ. Εὔβ. (Ὄρ.) Πελοπν. (᾽Αρκαδ. κ.ἀ.) ἀξεσυνέριγα Πελοπν. (᾿Αρκαδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀξεσυνέριστος. Πβ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
1) Ἄνευ παρεξηγήσεως ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εμεῖς μιλοῦμε ἀξεσυνέριστα ᾿Αρκαδ. Τὰ πᾶμε ἀξεσυνέριγα αὐτόθ. 2) Ἄνευ συστολῆς, ἐλευθέρως ἔνθ’ ἀν.: Τρώει κἀνεὶς ἀξεσυνέριστα Ἀρκαδ. Φάε ἀξεσυνέριστα Ὄρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA