ἀξετέλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξετέλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξετέλευτος ἐπίθ Νίσυρ. Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξετελευτός<ξετελεύω.

Σημασιολογία

1) Ἀξετελείωτος ὅ ἰδ., Ρόδ : Ἀξετέλευτη δουλει͜ά. 2) ᾿Ατελὴς, ἐλαττωματικὸς Νίσυρ. : Ἀξετέλευτος εἶσαι, κακόμοιρε!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/