ἀξετίμωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξετίμωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξετίμωτος ἐπίθ. Ζάκ. ᾿΄Ηπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ.) -ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλ. παληκάρ. 109 ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,278 ἀξιτίμουτους Θράκ. (Αἶν.) Στερελλ (᾿Ακαρναν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξετιμωτὸς<ξετιμώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐκτιμηθεὶς Κεφαλλ. : Τσοὶ ἔχω ἀκόμη ἀξετίμωτες τσοὶ ἐλα͜ιές. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐκτιμηθῇ. ἀνεκτίμητος, πολύτιμος Ζάκ. ᾽'Ηπ. Θράκ. (Αἶν.) Κέρκ. Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ.) Στερελλ.(Ἀκαρναν.) -ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ἀν.: Αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἔχει χάρες ἀξετίμωτες Παξ. Αὐτὸ ἤτανε σκυλλὶ ἀξετίμωτο Μεσσ. Τοῦ σπιτιˬοῦ τὰ ἔπιπλα τοῦ φαίνονταν ἀξετίμωτα, Κέρκ. ᾿΄Αλουγου ἀξιτίμουτου ᾽Ακαρναν. ᾿΄Αρματα ἀξετίμωτα, γιˬ αὐτὸ δὲν τ᾿ ἀγοράζουνε γιὰ νὰ μὴν τὰ μαγαρίσουν ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Ὅσο κιˬ ἄν λάμπῃ ἐπάνω σου τὸ μάλαμα, βεζίρη, καὶ πέτρες ἀξετίμωτες κιˬ ἄρματα ξακουσμένα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξετίμητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/