ἀξετίναχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξετίναχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξετίναχτος ἐπίθ. Σαλαμ Σῦρ. ('Ερμούπ.) κ. ἀ. -Α᾿Εφταλ. Μαζώχτρ. 65.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξετιναχτὸς<ξετινάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐκτιναχθείς, ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἀφῃρέθη ἡ σκόνι ἔνθ᾽ ἀν. : Τὸ χαλὶ τό ’χω ἀξετίναχτο Ἐρμούπ. Ἡ ἀντρομίδα εἶναι ἀξετίναχτη Σαλαμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξεσκόνιστος. 2) Μεταφ ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ ἀπαλλαγῆ Α’Εφταλ. : Ποίημ. Τὸν ἔπιˬασε βαθε͜ιὰ κι ἀξετίναχτη στενοχώριˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA