ἀξετσαμπούριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξετσαμπούριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξετσαμπούριστος ἐπίθ. ἀξιτσαμπούρ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ξετσαμπουριστὸς<*ξετσαμπουρίζω<ξετσαμπουρῶ.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν ἀπεσπάσθησαν, δὲν ἐξήχθησαν αἱ ρῶγες ἢ οἱ κόκκοι, ἐπὶ καρπῶν ἢ ὀπωρῶν : Ἀξιτσαμπούρ’γη ἀσπρούδα (εἶδος λευκῆς σταφυλῆς). Ἀξιτσαμπούρ’γου καλαμπό’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA