ἀξεχρόνιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεχρόνιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεχρόνιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀξεχρόνιˬαγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Σουδεν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεχρονιˬαστὸς<ξεχρονιˬάζω.
Σημασιολογία
᾽Εκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μὴ ξεχρονιˬάσῃ, νὰ μὴ βγάλῃ τὸ χρόνο ἔνθ’ ἀν. : Φρ. Ἄχ μωρέ, ἀξεχρόνιˬαγο! (ἀρά) Σουδεν. Συνών. ἀδούρητος 1β, ἀχρόνιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA