ἀξεψύχητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεψύχητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεψύχητος ἐπίθ. Κυκλ. (Θήρ. κ. ἀ.) ἀξηψύητος Κύπρ. ἀξεψύχιστος Θήρ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν.(Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεψυχητὸς<ξεψυχῶ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀποθανὼν ἀκόμη, ὁ μὴ ξεψυχήσας Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) : ᾿Αξεψύχιστος εἷναι ἀκόμη, μὰ ψυχομαχεῖ ᾿Απύρανθ. 2) Ἐκεῖνος ποῦ εἶθε νὰ μὴ ξεψυχήσῃ εὐκόλως Κυκλ. (Θήρ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Λακων.) : Φρ. Ὤ, τὸν ἀξεψύχιστο ! (ἐπὶ φιλαργύρου, ἀχαρίστου κττ.) Λακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA