ἀξημέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξημέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξημέρωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ (᾿Αμισ. Κερασ. κ. ἀ.) ἀξ’μέρουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀξ’μέουτους Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξημερωτὸς<ξημερώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καταλαμβανόμενος ἢ ὁ μὴ καταληφθεὶς ὑπὸ τῆς ἡμέρας σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἀξημέρωτοι ἔφτασαμε ’ς σὸ δεῖνα μέρος Κερασ. || Φρ. Νύχτα ἀξημέρωτη (μακρά, ἀντίθ. ἀβράδυˬαστη μέρα) Κάρπ. Πελοπν. (Λακων.) ΙΙ Ποίημ. Γιˬὰ μὲ ὅλα πεˬὰ ἀξημέρωτα | καὶ τοῦ ἥλιˬου ἐσὺ λαμπάδα! ΚΠαλαμ. Βωμ. 178 Συνών. ἀμέρωτος (Ι). 2) Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μὴ ἰδῇ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, νὰ μὴ ξημερωθῆ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) : Τί εἶχε μετ᾿ ἐσένα ὁ ἀξημέρωτος! Ἤπ. || Φρ. Ὁ ἀχρόνιˬαγους κιˬ ἀξ’μέρουτους ! (ἀρὰ) Σάμ. Ἄχ, ἀνάθιμά σι, ἀξημέουτι ! Σαμοθρ. ᾿Αξημέρωτον νὰ ἐλέπω σε ! (νὰ σὲ βλέπω) Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA