ἄξια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄξια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄξια ἐπίρρ. κοιν. ἄξιˬα σύνηθ. ἄξα Κρήτ. ἄα Εὔβ. (Κύμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄξιος. Τὸ ἄξα καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Β 137 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

1) ᾽Αξίως, κατ᾽ ἀξίαν κοιν.: Καλὰ κιˬ ἄξια τὴν ἔπαθε κοιν. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾽Ερωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «ὅποιος πλεὰ πλούσια κι ὄμορφα κι ἄξα ’θελε προβάλει | καὶ βάλει τὸ κοντάριν του μὲ τέχνη ’ς τὴ μασκάλη ». ’Αντίθ. ἀνάξια. 2) Ἱκανῶς, καλῶς Κεφαλλ. : Περπατεῖ ἄξιˬα τὸ ζῷο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/