ἀξιˬάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξιˬάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀξιˬάδα ἡ, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Βιθυν. Ἤπ. (Ἄρτ. Δρόβιαν Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Στερελλ. (᾿Αράχ.) -ΚΚρυστάλλ. ᾽΄Εργα 2,189 -Λεξ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄξιος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

'Ικανότης ἔνθ’ ἀν.: Τὸ πρᾶμα θέλ’ ἀξιˬάδα ᾿΄Ηπ. ᾿΄Εχει μεγάλη ἀξιˬάδα αὐτόθ. Εἶδα τσ᾽ ἀξιˬάδες σας δά! Βιθυν. Ἡ ἀξιˬάδα τ᾿ εἶν᾽ ἄλλο πρᾶμα Ἀράχ. Μὲ τὴ δυσκολόβρετη ἀξιˬάδα νὰ πιˬάνουν ’ς τὰ δουλευτικά χέριˬα τους . . . καὶ τ’ ἀλέτρι καὶ τὸ τουφέκι οἱ λεβέντισσες ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. Ἄντρα μοῦ ’ρθαν οἱ ἀξιˬάδες | φέρ᾽ τὰ γένε͜ια σου νὰ γνέ’σω (ἐπὶ ὀκνηροῦ) Ἤπ. Καθένας εἰς τὸ εἶδος του ἔχει καὶ τὴν ἀξιˬάδα (ἕκαστος ἔχει ἱκανότητα εἰς ἔργα, εἰς τὰ ὁποῖα εἰδικῶς ἀσχολεῖται) αὐτόθ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀξία 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/