ἀξιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀξιˬάζω ᾿΄Ηπ. Καππ. (Σινασσ.) ἀξιˬάζου Θεσσ.(Ζαγόρ.) ἀιˬάζω Κύπρ. ἀζω Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀξάζω Θήρ. Κρήτ. ἐζω Πόντ (Κρώμν. Χαλδ.) ὀξζω Πόντ. (Κρώμν. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿ξάζω Κρήτ. ᾿ξζω Πόντ. Μετοχ ἀξιˬαζόμενος Κρήτ. ἀξιˬαζούμενος Κρήτ. Πελοπν. (Μάν. Λακων.) Ρόδ. ἀξιˬαζόμινους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀξιˬοζούμενος Κεφαλλ. -Λεξ.Μπρίγκ. ἀξαζόμενος Κρήτ. ἀξαζούμενος Θήρ. Νίσυρ. Πελοπν. (Λακων.) ’ξαζούμενος Νάξ. (᾿Απύρανθ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀξιάζω. Οἱ τύπ. ἀξάζω, ᾿ξάζω καὶ ἐξάξω ὡσαύτως μεσν. Πβ. Μαχαιρ 1, 24, 152, 516 (ἔκδ. RDawkins).
Σημασιολογία
1) Ἔχω ἀξίαν, ἀξίζω ἔνθ' ἀν. : Δὲν ἀξάζει τὸ πρᾶμα σου Θήρ. Λογιˬάζει πῶς κἄτι ἀξιάζει Ἤπ. ᾿Ατὸ τιδὲν ᾿κ᾿ ἐζ’ Χαλδ. Ἡ μετοχ ἀξιˬαζόμενος₌ἄξιος, ἱκανός: Εἶναι ἄθρωπος ἀξαζόμενος καὶ δὲ bρέπει νὰ τοῦ σὐρνου d’ ὄνομά του Κρήτ. Εἶdα ᾿ξαζούμενος νεˬὸς εἶναι καὶ τοῦτος ! ᾽Απύρανθ. ‖ Παροιμ. Μιˬὰ πακεˬὰ τοῦ γέρου ἀιˬάζει ίλιˬες τοῦ παίκιˬου (μιὰ πατεˬὰ τοῦ γέρου ἀξίζει χίλιες τοῦ νέου λόγῳ τῆς ἐμπειρίας καὶ τῶν γνώσεών του) Κύπρ. Ἄξιοι κιˬ ἀξιˬαζούμενοι τρών τ᾿ ἀβγκὸν μέσ᾿ ’ς τ’ ἄτ-τος (ἄτ-τος-ἄθος-στάχτη. Ἐπὶ τῶν ἐπαινουμένων παρ’ ἀξίαν) Ρόδ. || Ἆσμ. Κ᾿ ἔδωκέ το τοῦ γαμπροῦ του | τ᾽ ἄξου τ᾽ ἀξαζούμενου του Νίσυρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 77 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «εἶχεν κι αὐτὸς ἕναν ὑγιὸ πολλὰ κανακεμένο, | φρόνιμο κι ἀξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο». 2) Ἔχω μεγαλυτέραν ἀξίαν, ὑπερτερῶ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): Τ᾿ ἐμὸν τὸ χωράφ’ ἐζ’ τ᾿ ἐσὸν δέκα φορὰς Χαλδ. ᾿Ακεῖνος ὀξζ’ σε ίλ φορὰς Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA