ἀξιναρᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξιναρᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀξιναρᾶς ὁ, Πελοπν. (Βασαρ. Γαργαλ.) ᾿ξιναρᾶς Πελοπν. (Βασαρ. Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀξινάρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶς.

Σημασιολογία

Ὁ σκάπτων τὴν γῆν διὰ τῆς ἀξίνης ἔνθ’ ἀν. : Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος ἀξιναρᾶς Γαργαλ. ᾿Επήγαιναν κ’ ἐδούλευαν ᾽ς τοὶς σταφίδες τοῦ Πύργου τρακόσιοι ’ξιναρᾶδες Βασαρ. Συνών. ἀξιναρολόγος, ἀξινολόγος, σκαλιστής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/