ἀξινόστελο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξινόστελο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀξινόστελο τό, Νίσυρ. ἀξινόστελ-λdο Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀξίνη καὶ στελί.
Σημασιολογία
Ὁ στειλειὸς τῆς ἀξίνης ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξιναρόξυλο. 2) Μετων. ὁ ὑψηλοῦ ἀναστήματος ἄνθρωπος Νίσυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA