ἀξιοπρέπεια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξιοπρέπεια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀξιοπρέπεια ἡ, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀξιοπρεπής.

Σημασιολογία

Ἡ εὐπρέπεια, εὐγένεια ἤθους: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀξιοπρέπεια. Γυναῖκα χωρὶς ἀξιοπρέπεια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/