ἀξίωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξίωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀξίωμα τό, λόγ. κοιν. ἀξίωμαν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) ἀξίγιˬωμαν Πόντ. (Κερασ.) Πληθ. ἀξιώματα Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ ἀξίωμα.
Σημασιολογία
1) Ἐξουσία, ἀρχή, βαθμὸς διοικητικὸς λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν Χαλδ.) : ᾿Επροβιβάσθη σὲ ἀνώτερον ἀξίωμα λόγ κοιν. ᾿΄Ε᾽ τρανὸν ἀξίωμα Χαλδ. 2) ᾿Εν τῷ πληθ. ἀξιώματα, ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, (7 Ἰανουαρίου), κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ συγγενεῖς ἀξιώνουν (ἐπευφημοῦν) τοὺς μεμνηστευμένους καθίζοντες αὐτοὺς ἐπὶ προσκεφαλαίου ἢ τάπητος καὶ λαμβάνοντες τὰς τέσσαρας ἄκρας σηκώνουν αὐτοὺς εἰς ὕψος τρὶς ἐπιφωνοῦντες ἄξιος! ἄξιος! Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA