ἀξόρκιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξόρκιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξόρκιστος ἐπίθ. Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀξόρκιστους ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξορκιστὸς<ξορκίζω.
Σημασιολογία
1)Ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ἔγιναν ξόρκιˬα, ἐξορκισμοὶ ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ διάβολος (κατ᾽ εὐφημισμὸν) Λεξ. Ἐλευθερουδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA