ἀξύπνητα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξύπνητα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀξύπνητα ἐπίρρ. ΑΛασκαράτ. Ποιήμ. 206

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀξύπνητος.

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ δύναται νὰ ἐξυπνήσῃ τοῦ λοιποῦ: Ποίημ. Κοράσι ὡραῖο, τρυφερό, σὰ ρόδο μαραμμένο, ὠιμέ, κοιμᾶται ἀξύπνητα ἀνθοστεφανωμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/